ἀκρόθεν

ἀκρόθεν
ἀκρόθεν
from the end
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακρόθεν — ἀκρόθεν επίρρ. (Α) [ἄκρα] από την άκρη ή από την κορυφή …   Dictionary of Greek

  • αυτόθεν — αὐτόθεν και θε επίρρ. (AM) από αυτόν τον τόπο, από αυτό το σημείο αρχ. 1. φρ. οἱ αὐτόθεν οι επιχώριοι, οι ντόπιοι 2. αφ εαυτού, αυτόματα, αυθόρμητα 3. αμέσως στη στιγμή 4. σαφώς φανερά 5. εσπευσμένα, βιαστικά 6. απλώς μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”